- συνερανισμός
- συνερᾰν-ισμός, ὁ,A gathering in, collecting, Plu.2.992a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνερανισμός — ὁ, Α [συνερανίζω] 1. συνεισφορά από κοινού με άλλους 2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή … Dictionary of Greek
συνερανισμόν — συνερανισμός gathering in masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)